MΙΧΑΛΗΣ: Ομορφια, Σκοταδι, Ορμη

MΙΧΑΛΗΣ: ΟΜΟΡΦΙΑ,ΣΚΟΤΑΔΙ,ΟΡΜΗ.

Architectural Landscape.
Acrylic on linen,
Mounted on Marine plywood.
100×90 cm.
Private Collection
Boston,USA.

Σε μια εποχή που η ανάγκη να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας το περιβάλλον και να αναπτύξουμε μια στάση σεβασμού απέναντί του μάλλον παρά να το εκμεταλλευόμαστε άπληστα όπως κατά κανόνα συνέβαινε ως τώρα καθίσταται ολοένα και πιο επιτακτική, το έργο του Μιχάλη αποτελεί μια παραστατική απεικόνιση αυτής της νέας στάσης. Στη ζωγραφική του συναντά κανείς μορφές σε εσωτερικούς χώρους ή τοπία, νεκρές φύσεις καθώς και μια σειρά από τοπογραφίες, μερικές να απεικονίζουν νυχτερινά τοπία, με έντονη την ανθρώπινη παρουσία ή και χωρίς καθόλου ανθρώπους. Οι πίνακές του διερευνούν τη σχέση ανθρώπου και φύσης γαλήνια και χωρίς προκαταλήψεις. Τα τοπία που ζωγραφίζει τα χαρακτηρίζει μια ημερωμένη αγριότητα, θυμίζουν πάρκο μάλλον παρά άγρια φύση. Τα κτίρια του δεν έχουν τίποτα από την αστική ρύπανση. Μια αναζοωγονητική απλότητα και διάυγεια τα χαρακτηρίζει. Ίσως να πρόκειται για ιδανικοποιημένες μορφές της πραγματικότητας αλλά προσφέρουν περισσότερη ελπίδα για το μέλλον από τόσες άλλες σύγχρονες πικρές εκδοχές.

Μερικές από τις τοπιογραφίες του κατασκευάζονται από μεγάλες επιφάνειες χρώματος διαρθρωμένες σαν επίπεδα πάνελ ή οθόνες τα οποία θαρρείς αν τα μετακινήσει κανείς θα του αποκαλύψουν το μεγάλο βάθος και τα πολλαπλά επίπεδα του χώρου που κρύβονται πίσω τους. Ως έχουν ενισχύουν την κατακόρυφη διάσταση της ζωγραφικής επιφάνειας παραπέμποντας εξίσου σε μια επιπεδότητα όσο και στην ανάδυση μιας ορισμένης προοπτικής. Έτσι ο Μιχάλης υπογραμμίζει τον τρόπο που χτίζει το σχέδιο του με μεγάλα μοτίβα, ενώ επιπρόσθετα με την ελαφρά μετατόπιση της φόρμας παραπέμπει σε κάτι που θυμίζει σχέδιο εδάφους ή κομμάτι από χάρτη. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από αυτά είναι παρόμοια με εκείνη που έχει κοιτώντας εξίσου μια αεροφωτογραφία ή μια χαρτογραφία και αυτό βαθαίνει τις αναφορές που υπολανθάνουν σε ότι με μια πρώτη ματιά δε μοιάζει να είναι μια απλή ζωγραφική τοπίου. Επομένως δεν πρόκειται απλά και μόνο για ζωγραφική αλλά για τους πολλάπλούς τρόπους που μπορεί να δει και να συλλάβει κανείς τον κόσμο – κοιτώντας τον κατά πρόσωπο, από ένα ψηλότερο επίπεδο ή συμβουλευόμενος μια χαρτογραφική απεικόνιση, ένα χαρτογράφημα. Συνεχώς στην καθημερινότητά μας συλλαμβάνουμε πράγματα σε πολύ περισσότερα από ένα επίπεδα: η ζωγραφική του Μιχάλη πραπέμπει σε αυτό και το επιβεβαιώνει.

Ένα από τα αγαπημένα του τοπία είναι το περίφημο βενετικό κάστρο της Πάφου. Σε πολλούς πίνακές του παραπέμπει στο μεγάλο του όγκο, τον τετράγωνο σαν ένα κουτί και τον τόσο αυστηρό, που στέκει, ένας επιβλητικός φύλακας, πλάι στο λιμάνι. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με συνηθισμένες θαλασσινές εικόνες, με χαρωπά στιγμιότυπα διακοπών – πρόκειται για μορφές δύναμης και επιβολής, συμβολικές της εξουσίας και της δράσης, των επιτευγμάτων του ανθρώπου απέναντι στο αδιάλλακτο πρόσωπό της φύσης. Η αρχιτεκτονική που εμφανίζεται ως μια τόσο άκαμπτη παρουσία με τέτοια επιβολή θα διαβρωθεί, εν τέλει, από τον ίδιο τον εαυτό της.

Ο Μιχάλης ζωγραφίζει την μοναχική ανθρώπινη μορφή που αναπολεί, τον παρατηρητή που στέκεται στο μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα, δύο φιγούρες μέσα στο ίδιο δωμάτιο να τις χωρίζει μόνο ένα χάσμα σκέψεων που ποτέ δεν ειπώθηκαν. Η πρόκληση που καλείται ο ίδιος να αντιμετωπίσει είναι να φτιάξει μια ανθρώπινη μορφή που να παραπέμπει με ακρίβεια στην φυσική παρουσία του ανθρώπινου όντος χωρίς να καταφεύγει στη λεπτόλογη περιγραφή, («και η κάθε μια τρίχα ακόμη – στα μαλλιά να ζωγραφίζεται» – Gerard Manley Hopkins). Την ίδια στιγμή δεν δίνει απλά ένα σύμβολο ή μια γενική εντύπωση ανθρώπου – πρόκειται για αληθινούς ανθρώπους, ζωντανούς, για άτομα που πείθουν για το πραγματικό της ύπαρξής τους παρόλο που η απεικόνιση τους δεν φιλοδοξεί να είναι πορτραίτο. Η σημα-ντικότητά τους τονίζεται μέσω του σχετικά μεγάλου μεγέθους τους σε σχέση με τις διαστάσεις του νοητού τετραγώνου του ζωγραφικού πίνακα. Φαντάζουν τεράστιες και μερικές φορές δίνουν την εντύπωση, υπαινικτικά, ότι εκτείνονται έξω από το πλαίσιο του πίνακα.

Υπάρχει μια λογική σύμφωνα με την οποία ο Μιχάλης συνειδητά και σκόπιμα μετατρέπει τις ανθρώπινες μορφές του σε αντιπροσωπευτικές του Ανθρώπου, προκειμένου η κάθε μία από αυτές να εκπροσωπεί συμβολικά ολόκληρη την ανθρωπότητα, την ανθρώπινη φύση και κατάσταση. Ωστόσο η κάθε μια μορφή διατηρεί επίσης συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν από όλες τις άλλες. Αυτά τα δυνατά πλασμένα σώματα αντιμετωπίζουν τον ασφυκτικό κλοιό της σύγχρονης καθημερινής πραγματικότητας με ήρεμη αποφασιστικότητα, γεμάτα στοχαστικότητα και αυτογνωσία, αλλά χωρίς να κατορθώσουν να τον υπερβούν. Κανένα ισχυρό αποφασισμένα να αντιμετωπίσουν ό,τιδήποτε όποια ανατρεπτική κατάσταση ή γεγονός τυχόν παρουσιαστεί.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εμφατικής φυσικής παρουσίας στη ζωγραφική του Μιχάλη είναι η ποικιλία που επιτυγχάνει στην απόδοση της υφής της επιφάνειας του ζωγραφικού πίνακα. Δουλεύει πάνω σε ανθεκτικότατη σανίδα, υλικό που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στη ναυπηγική, και που μπορεί να αντέξει χωρίς την παραμικρή φθορά ακόμη και στις πιο δυνατές εκδορές ή εγχαράξεις. Η τεχνική του συνίσταται στο να λειαίνει ξύνοντας το χρώμα πάλι και πάλι, δημιουργώντας και αναδημιουργώντας το μορφή, σαν σε διαρκές λίκνισμα, αποστάζοντας την βαθύτερη ουσία της ώσπου ένα ικανοποιητικό σύμπλεγμα ζωγραφικών όγκων να αναδυθεί από τη διαρκή αυτή λείανση. Ο πίνακας στην τελική εκδοχή του μετά από όλη αυτή την επεξεργασία της επιφάνειας έχει μια θαυμάσια πατίνα που συμβάλλει καθοριστικότατα στο τελικό ζωγραφικό αποτέλεσμα.

Ο Μιχάλης γενικά ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας λεπτό ακρυλικό χρώμα που σχεδόν εμποτίζει το ξύλο του πίνακα. Είναι πολύ σημαντικό γι’ αυτόν το χρώμα να διαπεράσει βαθιά μέσα στο ξύλο, να γίνει αναπόσπαστο μέρος του, παρόλο που, φυσικό, μπορεί εν τέλει να αφαιρεθεί, ή να επικαλυφθεί με κάποιο άλλο χρώμα. Ο Μιχάλης σχεδιάζει χρησιμοποιώντας γραφίτη ή, που και που, σε ορισμένα σημεία του πίνακα χαράσσει πάνω στο ξύλο με χρωματιστό μολύβι, κάτι που προσδίδει ένα ακόμη επίπεδο αναφοράς στη ζωγραφισμένη μορφή. Κάθε διαφορετικό είδος «γραφής» έχει και διαφορετικό νοηματικό βάρος, διαφορετική παρουσία, συμβάλλοντας έτσι στην επίτευξη μιας απόσυρσης στο βάθος του πίνακα ή μιας ανάδυσης προς τα έξω των μορφών. Σε ορισμένες περιπτώσεις το εγχάρακτο χρωματικό σχέδιο δίνει την αίσθηση ότι προεκτείνεται και στον δικό μας, τον πραγματικό χώρο, εμπλέκοντας και εμάς ακόμη πιο στενά και ενεργά με τον κόσμο των μορφών και με τις εικόνες του ζωγράφου.

Ξεκινώντας ένα πίνακα ο Μιχάλης αρχίζει να δουλεύει από το πρώτο ακόμη επίπεδο αυτό του ξύλου, και προς τα ανώτερα, μερικές φορές χρησιμοποιώντας το καφέ του ξύλου ως το βασικό χρώμα με βάση το οποίο επιλέγει και διαμορφώνει τα υπόλοιπα.

Η παλέττα του είναι περισσότερο φωτεινή σε αυτή την τελευταία δουλειά του που εκτίθεται εδώ, τα χρώματα πιο σφιχτά και συμπαγή, ο τρόπος που τα απλώνει πιο αποφασιστικός και σίγουρος. Στα έργα που απεικονίζουν μορφές το κόκκινο και το σκούρο κίτρινο συμβάλλουν σε ένα πολύ ζωντανό αποτέλεσμα. Στα τοπία πάλι κυριαρχούν οι δυναμικές αποχρώσεις του γαλαζο-πράσινου και του πορτοκαλοκόκκινου. Οι πίνακες αυτής της νέας δουλειάς του ζωγράφου είναι λιγότερο λειασμένοι, λιγότερο ξυσμένοι, πιο ζωγραφικοί από άλλους προηγούμενους. Ο Μιχάλης έχει αποκτήσει πια σιγουριά στον τρόπο που συλλαμβάνει και κοιτά το τοπίο και αισθάνεται την ανάγκη να μη διαταράσσει τόσο έντονα την ζωγραφική επιφάνεια.

Εξαιρετικά δυναμικές διασταυρώσεις όγκων σε αυτούς τους πίνακες αποτυπώνονται έντονα στη μνήμη: πυκνά φυλλώματα που μπλέκονται κάτω από τη σκεπή με τα κόκκινα κεραμίδια μιας παλιάς εκκλησίας, κεραίες που διασταυρώνονται σαν κατάρτια πλοίων που ταξιδεύουν και που τώρα είναι αγκυροβολημένα κάπου λίγο παρεκεί, ένα μεμονωμένο δέντρο χρωματισμένο με φόντο το οβάλ ενός σκληρού εδάφους σαν χάρτης του κόσμου. Ένας σημαντικός χάρτης της Κύπρου σαν τη γδαρμένη πλάτη από ένα αγρίμι που, αποδοσμένο σαν μια κηλίδα ή σαν τη λιμνούλα μιας σκιάς αναδεικνύονται σε διακριτικά σημάδια της ζωγραφικής του. Αυτά τα τοπία είναι η ίδια η ιστορία όλων όσων τα κατοίκησαν, η εικόνα τους είναι αποτυπωμένη στα πρόσωπα των ανθρώπων, στα κτίρια που προσωρινά επιζούν των δημιουργών τους.

Όλο το corpus της δουλειάς του Μιχάλη έχει στενή συγγένεια με μια ομάδα πολύ διακεκριμένων Βρετανών καλλιτεχνών του 20ου αιώνα, που τους έχει απασχολήσει έντονα όλους στο έργο τους η σχέση μεταξύ της ανθρώπινης μορφής και του εσωτερικού χώρου ή της ανθρώπινης μορφής και του τοπίου ή του τοπίου και όλων όσων κατοικούν, αδιόρατοι, μέσα σε αυτό. Αναφέρουμε με χρονολογική σειρά μόνο τέσσερις από αυτούς, τον Graham Sutherland (1903-1980), τον Francis Bacon (1909-1992), τον Keith Vaughan (1912-1977) και τον John Craxton (γεν. 1922). Δεν ισχυρίζομαι εδώ ότι ο Μιχάλης έχει άμεσα ή έμμεσα επηρεαστεί από αυτούς τους καλλιτέχνες, τους αναφέρω, ωστόσο, προκειμένου να σκιαγραφήσω ένα ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο η ζωγραφική του Μιχάλη μπορεί να ιδωθεί και να μελετηθεί. Ούτε υποστηρίζω πάλι ότι το έργο τους μπορεί να συγκριθεί άμεσα με αυτό του Μιχάλη. Τους σημειώνω εδώ ως εκπροσώπους μιας ορισμένης καλλιτεχνικής φιλοσοφίας, ενός συγκεκριμένου τρόπου όρασης, ο οποίος, νομίζω, αφορά και το έργο του Μιχάλη. Μεταφέρω αυτούσιες μερικές παρατηρήσεις από τον καθένα από αυτούς που είναι ενδεικτικές.

Sutherland: «Και ξαφνικά – αν είμαι τυχερός, βλέπω κάτι – ένα συνδυασμό μορφών – που κυριαρχεί σε όλες τις άλλες. Ξαφνικά αναγνωρίζω, αισθάνομαι πως σε ό,τι τόση ώρα κοιτάζω υπάρχει μια μοναδική αρμονία ρυθμών, μια μαγική ισορροπία, μια συνήχηση στοιχείων που ήταν εκεί πριν από μένα και που συνδυασμένα σχηματίζουν μια πλήρη, αυτάρκη και παλλόμενη μορφή. Μια ανατριχίλα διαπερνά το δέρμα μου και έρχεται να επιβεβαιώσει την αλήθεια αυτής μου της παρατήρησης – τα νεύρα μου ένιωσαν κάτι».

Bacon: «Θεωρώ ότι η μεγάλη τέχνη χαρακτηρίζεται από βαθιά οργάνωση ακόμη κι αν πίσω από αυτή υποβόσκουν και αναδύονται στοιχεία ενστικτώδη ή τυχαία. Θεωρώ ότι αυτά προέρχονται από μια βαθιά επιθυμία για τάξη, για την επαναπρό-σληψη του γεγονότος από το νευρικό σύστημα με μεγαλύτερη οξύτητα».

«Στην τέχνη, όπως και στη ζωή», γράφει ο Keith Vaughan, «σκοπός είναι η επίτευξη της ισορροπίας – της αρμονίας. Το λάθος είναι να νομίζει κανείς ότι αυτό γίνεται εξαλείφοντας τις αντιθετικές δυνάμεις. Αρμονία είναι η εξισορρόπηση των ανταγωνιστικών δυνάμεων και υπάρχει πάντα ένα αρχικό, αβέβαιο στάδιο έντασης, σαν τους πόλους μια ζυγαριάς που ταλαντεύονται λίγο πριν ισορροπήσει ζυγίζοντας σωστά».

Και, τέλος ο Craxton: «Από πάντα με ήλκυαν ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία στο τοπίο, μια ορισμένη ανθρώπινη ταυτότητα σ’ αυτό, ένα τοπίο που να κατοικείται, αν θέλετε, πράγμα που θεωρείται τεκμήριο ελληνικότητας. Αλλά αυτό το διαπίστωσα μόνο αφού επισκέφτηκα την Ελλάδα… Στην Ελλάδα βρήκα πολύ περισσότερα από όσα είχα φανταστεί, άπειρα πιο πολλά από όσα περίμενα. Οπως η πρώτη επαφή μου με τη Μεσόγειο και η ανακάλυψη της δυναμικής του φωτός και της σκιάς, του τρόπου συμπεριφοράς του φωτός έτσι και η άφιξή μου στην Ελλάδα ήταν μια εμπειρία συγκλινιστική… Σε ένα τετράδιο σημειώσεων του 1951 έγραψα: «Αισθάνομαι μια βαθιά επιθυμία να ζήσω ένα είδος κάθαρσης, μια ανάγκη να με ωθεί από μια ιδιωτική θεματολογία στην απεικόνιση ευρύτερων, παγκόσμιων αξιών».

Η αρμονία είναι το κυριότερο μοτίβο εδώ. Κάθε καλλιτέχνης την επιτυγχάνει και με διαφορετικό τρόπο. Ο Μιχάλης αγαπά να χωρίζει τους πίνακές του σε διάφορα επίπεδα με οριζόντιες και διαγώνιες γραμμές. Αυτές οι «ταινίες» αποδίδουν σχηματικά τον ορίζοντα, τη θάλασσα ή τα χωρίσματα μεταξύ δωματίων. Σε ορισμένους πίνακες μια ευθεία γραμμή μπορεί να διασταυρώνεται με μία όλο αισθησιακό καμπύλη, σαν ένα βέλος που στοχεύει χωρίς να βρίσκει όμως εν τέλει το στόχο του. Αυτές οι εσωτερικές μέσα στον ίδιο τον πίνακα δομές θυμίζουν την διαμόρφωση και την οργάνωση του χώρου στο έργο του Francis Bacon τι ακριβώς σήμαινε. Μου απάντησε ότι δεν είχε ιδέα. Έτσι και στη ζωγραφική του Μιχάλη πολύ πιθανόν δεν παραπέμπει σε τίποτε το συγκεκριμένο αλλά μάλλον στοχεύει στο να καταστήσει περισσότερο εύγλωττη και ζωντανή μια ορισμένη περιοχή της ζωγραφικής σύνθεσης που χρειαζόταν κάτι ακόμη για χάρη της αρμονίας ολόκληρου του πίνακα.

Σε πρωιμότερα έργα του ο Μιχάλης χρησιμοποίησε υβριδικές μορφές που θύμιζαν κάτι από τη ζωγραφική του Sutherland: ωοειδείς φόρμες που «παραφράζουν» τις φυσικές, μεταδίδοντας ένα αίσθημα σαν από την επέμβαση μηχανής στη διαμόρφωσή τους. «Αλληλοσυγχωρούμενα οβάλ, τρομακτικές μορφές ζωής σαν από σωλήνα εργαστηρίου ιχθυοκαλλιέργειας», είχα γράψει κάποτε αλλού. Μερικές φορές αναδύεται μια έντονη αίσθηση από κάποιον περίεργο, θαρρείς, συνδυασμό σάρκας και φύλλων, λες και οι φιγούρες από τις εικόνες του Bacon να έχουν συγχωνευθεί με τους αδρούς όγκους των τοπίων του Sutherland. Εν τω μεταξύ οι ογκώδεις αυτάρκεις ανθρώπινες μορφές του Μιχάλη μοιάζουν να μοιράζονται το ίδιο πνεύμα με τις μορφές εκείνες που εμψυχώνουν τους πίνακες του νευρΙιαη και του Craxton.

Άλλοι δύο, πολύ διαφορετικοί καλλιτέχνες, βοηθούν να φωτίσουμε λίγο ακόμη το έργο του Μιχάλη. Οπωσδήποτε συνδέεται με στενή συγγένεια με τον Αμερικανό καλλιτέχνη του Αφηρημένου Εξπρεσσιονισμού Richard Diedenkorn (1922-1993) και ειδικότερα με τη σειρά «Ωκεάνειο Πάρκο» που ο ζωγράφος ξεκίνησε να δουλεύει το 1967. Αυτοί οι σύνθετοι όχι τελείως αφηρημένοι πίνακες, που αναδύουν τόσο έντονα το φως και την ατμόσφαιρα της Καλιφόρνιας, διαρθρώνονται από μεγάλες γεωμετρικές επιφάνειες χρώματος που θυμίζουν αρχιτεκτονικές αναβαθμίσεις, δυναμιτίζοντας τη γραμμή και το χρώμα με την υφή ενός έντονα ζωγραφικού πλασίματος. Επιπρόσθετα, στη ζωγραφική προσέγγιση του Μιχάλη υπάρχει κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή αναφορά στη δουλειά του Γαλλορώσου ζωγράφου Nicholas de Stael (1914-1955) ενός από τους κυριότερους εκπροσώπους του “Art Infornel” κινήματος, της Λυρικής Αφαίρεσης, διάσημου για την εκφραστικότατη χρήση πλούσια χρωματισμένης και σχεδόν αφηρημένης ζωγραφικής που διαρθρώνεται σε λεπτά επάλληλα στρώματα και επιστρώσεις. Και σε αυτήν την περίπτωση παρατηρούμε ανάμεσα στους δύο ζωγράφους μια ομοιότητα στη συμπεριφορά της κατασκευής του πίνακα – την προσεχτικά υπολογισμένη κι ωστόσο μερικώς ενστικτώδη επίστρωση ενάλληλων στρωμάτων χρώματος για το χτίσιμο μιας μορφής.

Ο Μιχάλης ζωγραφίζει ένα ρομαντικό φυσικό τοπίο εμποτισμένο όχι από αίμα αλλά από φωτεινές εξάρσεις συναισθημάτων συσσωρευμένων και αποκρυσταλλωμένων μέσα στη γαλήνη. Η αίσθηση που αναδύεται από τους πίνακες του παρόλο που ρέπει προς τη μελαγχολία δεν αφήνεται ποτέ να ενδώσει στην απελπισία. Αυτή είναι εν τέλει και η μαγική δύναμή τους. Όπως γράφει ο Lawrence Durrell στο συναισθηματικά φορτισμένο αποχαιρετιστήριο ποίημά του για την Κύπρο από το έργο του «Πικρολέμονα». «Αφησε τα υπόλοιπα καλύτερα στη σιωπή / ομορφιά, σκοτάδι, . ορμή…». Στη σιωπή, ναι, αλλά όχι και έξω από τη ζωγραφική. Ο Μιχάλης δε διστάζει να ζωγραφίσει κάτι από όλη αυτή τη μαγεία.

Andrew Lambirth

Συγγραφέας και Επιμελητής

Συνεκδότης του περιοδικού Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών,

Λονδίνο, Σεπτέμβριος 2002